Κομπασεύς — Κομπασεύς, ὁ (Α) [κομπάζω] (κωμική λέξη) αυτός που προέρχεται από έναν φανταστικό δήμο τής Αθήνας Κόμπο, δηλ. κομπαστής («ἐπάνω μὲν Προξενίδης ὁ Κομπασεύς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
Κομπασεύς — one of the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)